- ἀνατιναγμός
- ἀνα-τιναγμός, das in die Höhe Schleudern
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
ἀνατιναγμός — shaking violently masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνατιναγμοί — ἀνατιναγμός shaking violently masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνατιναγμῷ — ἀνατιναγμός shaking violently masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνατιναγμόν — ἀνατιναγμός shaking violently masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανατίναγμα — το, ατος και ανατιναγμός, ο αναπήδημα, τράνταγμα: Το ανατίναγμα, απ τις λακκούβες του δρόμου, μας είχε όλους ανακατέψει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)